luring - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

luring - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Luring; LURE; Lure (disambiguation); The Lure; The Lure (film)

luring         

общая лексика

манящий

lure         

[l(j)uə]

общая лексика

приманка

приманивать

манка

существительное

[l(j)uə]

общая лексика

соблазн

соблазнительность

прелесть

притягательная сила

охота

приманка

рыболовство

искусственная приманка

глагол

общая лексика

привлекать

завлекать

соблазнять

искушать

завлекать, соблазнять

охота

приманивать

вабить

приманивать, вабить

синоним

tempt

lure         
lure 1. noun 1) соблазн; соблазнительность 2) hunt. приманка 2. v. 1) завлекать, соблазнять (обыкн. lure away, lure into, lure to); No woman should allow herself to be lured away from her husband; Cheese is very good for luring a mouse into a trap 2) hunt. приманивать, вабить Syn: see tempt

Ορισμός

Luring

Βικιπαίδεια

Lure
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για luring
1. "Tango is about seducing, slowly luring your partner.
2. Higher yields are not the only factor luring investors.
3. And it‘s all those Hollywood types flocking to Obama‘s campaign, luring the entertainment news outlets.
4. It is luring home people such as Thian and galvanizing veterans of its long guerrilla war.
5. The city has been luring a growing number of companies from China.
Μετάφραση του &#39luring&#39 σε Ρωσικά